- τοκάς
- οβλ. τόκα, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοκάς — of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάς — (I) άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α (συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.) 1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη 2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.) 3. γόνιμη, καρπερή 4. μητέρα («τοκάδα τὰν...… … Dictionary of Greek
τόκας — και τόκλας, ο, Ν στρογγυλή πέτρα που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι αμάδες, αλλ. μπουλούκος, πλούκος, μπίτσος, μούτσος ή φίτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «πιάνω, αγγίζω»] … Dictionary of Greek
τοκάδα — τοκάς of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδας — τοκάς of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδες — τοκάς of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδος — τοκάς of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδων — τοκάς of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marios Tokas — (Μάριος Τόκας) Bust of Marios Tokas, in Nicosia Cyprus Background information Born June 8, 1954( … Wikipedia
τοκάδα — η, Ν ο τοκάς (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. τοκάδ ες τού τοκάς (ΙΙ)] … Dictionary of Greek